Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Thomas Bernhardt - Μπετόν




Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Μπέρνχαρντ είναι η λέξη πολεμική. Οι κεντρικές μορφές των πεζογραφημάτων και των θεατρικών του έργων είναι άνθρωποι –συνήθως μεγαλομανείς διανοούμενοι, καλλιτέχνες ή επιστήμονες– οι οποίοι σε συνθήκες απόλυτης μόνωσης εκτοξεύουν, υπό μορφή εμμονικού μονολόγου, τις απόψεις τους για τον κόσμο. Και οι απόψεις αυτές είναι κατά κανόνα απορριπτικές κάθε πυλώνα της «χυδαία μικροαστικής» καθημερινότητας. Το σύμπαν των αφηγητών του Μπέρνχαρντ είναι ένα σύμπαν σκοτεινό: «Το σφάλμα, η απάτη και πάνω απ’ όλα η αποτυχία –των οικογενειακών δεσμών, της σωματικής υγείας, της κοινωνικής προόδου, της προσωπικής και καλλιτεχνικής φιλοδοξίας– ορίζουν τους αφηγητές αυτούς» σημειώνει ο Τζέισον Μ. Μπάσκιν. «Εγγενής στα κατακερματισμένα αφηγήματα του Μπέρνχαρντ είναι η αποτυχία όλων των θεσμών και δομών που υποτίθεται πως μας ενώνουν –κληρονομικότητα, οικογένεια, επιστήμη, γλώσσα, πολιτισμός· το μόνο που απομένει είναι η μονήρης, απελπισμένη φωνή του αφηγητή»[3]. Ο εκτεταμένος μονόλογος είναι το βασικό αφηγηματικό όχημα του Μπέρνχαρντ, όχημα που του κληροδότησε η θεατρική του παιδεία. Μάλιστα, τον συνδέει με τη μεγάλη παράδοση συγγραφέων όπως ο Προυστ, ο Μπέκετ, ο Καμί και ο Σαρτρ. Και βέβαια, με την παράδοση του Ντοστογιέφσκι: αν και ο Μπέρνχαρντ αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του (μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1995) ως θεμελιώδες κείμενο για τον ίδιο τους Δαιμονισμένους, το Υπόγειο μοιάζει να είναι εκείνο το έργο του Ντοστογιέφσκι που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον Μπέρνχαρντ.
Όμως, το πιο αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του, η ουσιώδης συνεισφορά του στη λογοτεχνία του 20ου αιώνα, είναι η γλώσσα του. Η πραγμάτευση των εμμονών που ταλαιπωρούν τους βαθιά ψυχαναγκαστικούς, προβληματικούς ήρωές του ώθησε τον Μπέρνχαρντ στην αναζήτηση μιας φόρμας που αφενός να διαφοροποιείται από τους παραδεδομένους κώδικες της συμβατικής λογοτεχνίας και αφετέρου να αποδίδει στην πληρότητά του αυτόν τον παραληρηματικό χαρακτήρα. Έτσι, εκκινώντας από τον παραδοσιακό μονόλογο, σταδιακά –από το δεύτερο και το τρίτο μυθιστόρημά του (Διατάραξη / Verstörung, 1967, και Το ασβεστοκάμινο / Das Kalkwerk, 1970)­– επεξεργάστηκε μια γλώσσα γεμάτη επαναλήψεις, μηρυκασμούς και αναμηρυκασμούς λέξεων και φράσεων και περιδινήσεις νοημάτων που στροβιλίζονται σπειροειδώς γύρω από την εκάστοτε βασική ιδέα. Η προσωπική αυτή γλώσσα του Μπέρνχαρντ, που αποδεικνύεται το καταλληλότερο μέσο απόδοσης του ψυχισμού των χαρακτήρων του, αντλεί από τη μουσική, την οποία επίσης σπούδασε και η οποία είναι συχνά παρούσα στο έργο του. Όπως ένα έργο κλασικής μουσικής, έτσι κι ένα μυθιστόρημα του Μπέρνχαρντ αναπτύσσεται γύρω από ένα θέμα με παραλλαγές, επαναλήψεις, παύσεις, κρεσέντο και ντεκρεσέντο. Οι νότες του Μπέρνχαρντ είναι οι λέξεις του.
[...]
Αν ο Τόμας Μπέρνχαρντ δεν γονιμοποιούσε την απόγνωση με το χιούμορ, αν κάτω από την προφάνεια της ματαιότητας όλων και έναντι όλων που αναδύεται από το έργο του δε διαφαινόταν το πικρά κωμικό βλέμμα του, θα είχαμε πιθανότατα να κάνουμε –εξαιρώντας την αξία των φορμαλιστικών του κατακτήσεων– με έναν ελάχιστα ενδιαφέροντα επίγονο της μακράς σειράς των στερεοτυπικά δύσθυμων λογοτεχνών και φιλοσόφων, αυστριακών (Γκριλπάρτσερ, Μούζιλ, Κράους, Μπροχ) και εν γένει ευρωπαίων (Σοπενάουερ, Νίτσε, Καμί, Σελίν κ.α.). Εκείνο που τον διαφοροποιεί από την κοινοτυπία του δύστροπου και οργίλου αναχωρητή είναι οι λεπτές –όπως και το χιούμορ του, με το οποίο συναρτώνται– χειρονομίες κατάφασης στη ζωή, οι οποίες είναι σποραδικά ανιχνεύσιμες στα κείμενά του· κυρίως όμως το διατρέχουν και άρρητα το νοηματοδοτούν. «Ενώ ο αναγνώστης ίσως δε νιώθει την παρόρμηση να γελάσει με βάση το υλικό που του παρουσιάζεται, το γέλιο ηχεί όλο και δυνατότερα από τα παρασκήνια του έργου του»[10] σημειώνει ο Β. Γκ. Ζέμπαλντ, συγγραφέας που έχει αντλήσει ιδιαίτερα από τον κόσμο του Μπέρνχαρντ.
 [...] Αυτή η ιδιότυπη αντίστιξη (το τι λέει σε σχέση με το πώς το λέει αλλά και ότι τελικά το λέει) είναι θεμελιώδης για την κατανόηση του λογοτεχνικού σύμπαντος του Μπέρνχαρντ. Και εν τέλει, από αυτή την αντίστιξη προκύπτει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον που προκαλεί και θα συνεχίζει να προκαλεί ένας συγγραφέας, τον οποίο στις νεκρολογίες τους η Monde και ο Nouvel Observateur χαρακτήρισαν αντίστοιχα «το σπουδαιότερο συγγραφέα της εποχής μας» και «το μόνο αξιανάγνωστο»[14].

Γιάννης Παλαβός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ένα ακόμα από τα αγαπημένα μου βιβλία. Ελπίζω να το αγαπήσετε και εσείς.